ισοθερμικός

ισοθερμικός
-ή, -ό
αυτός που διατηρεί ίση θερμοκρασία ή γίνεται σε σταθερή θερμοκρασία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισοθερμικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σταθερότητα θερμοκρασίας 2. αυτός που είναι θερμικά μονωμένος («ισοθερμικό αυτοκίνητο») 3. φρ. «ισοθερμικό στρώμα» στρώμα τής ατμόσφαιρας, τού νερού ή τού γήινου φλοιού στο οποίο η διαφορά θερμοκρασίας σε κατακόρυφη τομή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”